- καταζητώ
- καταζητώ βλ. πίν. 73
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταζητώ — και καταζητάω καταζήτησα, καταζητήθηκα, καταζητημένος, αναζητώ επίμονα κάποιον για σύλληψη: Οι αστυνομικοί σταμάτησαν να τον καταζητούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταζητώ — (AM καταζητῶ, έω) νεοελλ. 1. (για αστυνομική ή δικαστική αρχή) αναζητώ επίμονα, καταδιώκω για σύλληψη ύποπτο ή ένοχο ο οποίος διαφεύγει 2. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) καταζητούμενος, η, ο αυτός που καταδιώκεται για να συλληφθεί μσν. 1. ερευνώ,… … Dictionary of Greek
ακαταζήτητος — ἀκαταζήτητος, ον (Μ) [καταζητῶ] εκείνος για τον οποίο δεν είναι δυνατόν να γίνει εξέταση, έρευνα επίρρ. ἀκαταζητήτως ανεξέταστα, αλλά και απλά, αδιαφιλονίκητα … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταζήτηση — η καταδίωξη για σύλληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταζητῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καταμαστεύω — (Α) (επιτ. τ. τού μαστεύω*) καταζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαστεύω «ψάχνω, ζητώ»] … Dictionary of Greek
κατεζητημένως — (Α) επίρρ. σε εξεζητημένο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεζητημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καταζητῶ] … Dictionary of Greek
διώκω — δίωξα, διωγμένος, καταδιώκω, καταζητώ, καταπολεμώ, κινώ ποινική διαδικασία εναντίον κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)